Το κείμενο αρχίζει με τη διαταγή που έλαβε ένα στρατιωτικό σώμα στις 7 Ιανουαρίου 1941 να κατευθυνθεί προς τη γραμμή Χειμάρρας - Τεπελενίου. Μετά από δώδεκα μέρες ξεκούρασης μακριά από την πρώτη γραμμή, οι στρατιώτες έπρεπε τώρα να πορευτούν πάλι προς το μέτωπο, για να ενισχύσουν τους Αρτινούς.
Αναχώρηση για το μέτωπο
Η δική μου πυροβολαρχία, η 3η,
ξεκίνησε απ' το Χολαργό το σούρουπο και τ' άλλο πρωί, μετά ολονύχτια,
βασανιστική ορθοστασία στο στρατιωτικό σταθμό του Ρουφ, επιβιβαστήκαμε στο
Λαρισαϊκό.
..........................................................................
Στις 6 ξεκίνησε η αμαξοστοιχία με
μια ανατριχιαστική βουή, κι όλος αυτός ο κόσμος ξέσπασε σε λυγμούς, κλάματα κι
αναφιλητά, ανάμιχτα με ξεφωνητά ενθουσιασμού.
..........................................................................
Το τι γινόταν σε κάθε σταθμό,
είναι αδύνατο να περιγραφεί. Απ' το Μενίδι και το Τατόι άρχισε το πανηγύρι. Οι
χωριάτες περίμεναν το τραίνο για να κατευοδώσουν τους δικούς τους και να
ευχηθούνε στο στρατό.
-"Στο καλό,
παλληκάρια!..."
-"Θάρρος και θα τους
κυνηγήσουμε τους μακαρονάδες!..."
[...] Κι ανάμεσα στις ευχές και
τις ικεσίες, οι φωνές εκείνων που ζητούσαν δικούς τους κυριαρχούσαν:
-"Νίκος Βλάχος... Βλάχος 3η
πυροβολαρχία..."
-"Σπύρος Ντούνης... Ντούνης
Σπαταναίος, ορειβατικό..."
[...] Στο Κακοσάλεσι ο
ενθουσιασμός ήτανε κάτι το εξαιρετικό. Πού βρέθηκαν τόσες χιλιάδες χωρικοί στο
μικρό αυτό χωριό; Και πόσα αρνάκια θα σφαξαν για να φτιάξουν τα τόσα μυρωδάτα
σουβλάκια που μας μοίραζαν;
Ο κάθε χωρικός, χωριστά απ' τα
σουβλάκια που πρόσφερνε, είχε κρεμασμένη μπροστά του μια "τσότρα" με
κρασί και στο χέρι του κρατούσε δυο "κούπες" χωματένιες...
"κατοστάρικες". Με την μια κούπα κερνούσε τους φαντάρους και με την
άλλη "τσούγκραγε" και έπινε αυτός!... Κι όσες φορές κερνούσε, άλλες
τόσες έπινε αυτός! Είχαν γίνει όλοι!...
-"Πιέστε παιδιά!... Όλα για
σας! Όλα για την πατρίδα μας!
-Nα μας περιμένετε. Σε λίγο θάρθουμε κι εμείς να
πολεμήσουμε!..."
[...] Στη Θήβα, τα κορίτσια
έρραναν την αμαξοστοιχία μας με λουλούδια, φιλούσαν τους στρατιώτες απ' τα
παράθυρα και τους έδιναν τις διευθύνσεις τους, για να τους στέλνουν νέα από το
μέτωπο, συγχρόνως δε τους μοίραζαν καλαμποκίσιο ψωμί, κρασί, κι άλλα είδη απ'
την παραγωγή τους.
[...] Η Λειβαδιά μάς δέχτηκε με
νταούλια και πίπιζες, που έπαιζαν σ' εκνευριστικό ήχο διάφορα παλιά πατριωτικά
θούρια. Ο σταθμός ήταν σημαιοστόλιστος κι οι χωρικοί μας μοίραζαν ψωμί, τυρί κι
άλλα φαγώσιμα.
-"Στο καλό αγόρια!..."
-"Στο καλό αδέρφια και γρήγορα να γυρίσετε νικητές!..."
(Νάσος Φακίδης, ΑΘΗΝΑ-ΤΕΠΕΛΕΝΙ,
στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού,
Μαρτυρίες 1940-41, Αθήνα, Κέδρος,
1982, σ. 65)
Καθόμασταν εκεί, δίπλα στ'
απομεινάρια της παγωμένης χτεσινής φωτιάς και περιμέναμε ν' ακούσουμε το
σάλπισμα. [...] Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σού
πονούσε κυριολεκτικά η ψυχή και σου 'ρχόταν, σα μωρό, να μπήξεις τα κλάματα,
έτσι χωρίς να ξέρεις κι
εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ'
αυτό. Απ' το περιορισμένο του χώρου δεν μπορούσες να κάνεις δυο βήματα και καθόσουν
εκεί ακίνητος, ξυλιασμένος, έτσι σα να 'χει παγώσει κι αυτό το ίδιο το μυαλό
σου, χτυπώντας μόνο από καιρό σε καιρό το 'να σου χέρι με τ' άλλο, έτσι σαν στο
στίχο της απελπισίας του Σολωμού. Αν πεις πια για τα πόδια σου εκείνα δεν
ήξερες αν τά 'χεις πια.
(Γ. Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, Αθήνα, Ερμής, 1992, σ.
145)
"Το χέρι έσπασε σαν γυάλινο"
Μια βραδιά ένας φαντάρος, γιος
στρατηγού, πέθανε από το κρύο. Ήτανε φρουρός, αποναρκώθηκε στην παγωνιά κι όταν
πήγαν ν' αλλάξουν βάρδια τον βρήκαν πετρωμένο. Τον έπιασαν από το χέρι να τον
ανασηκώσουν, μα το χέρι του έκανε κρακ και ξεκόλλησε σα γυάλινο. Ο ταγματάρχης φοβήθηκε
μήπως ξεψυχήσουν κι άλλα παιδιά τις νύχτες κι αποφάσισε ν' αραιώσει τις
φρουρές, να κρατήσει τις προφυλακές μόνο με οπλοπολυβόλα, ώστε να μην εκθέτωνται
πολλοί στρατιώτες στη χιονοθύελλα... Κάποιο ξημέρωμα ο ταγματάρχης άκουσε τα
οπλοπολυβόλλα να βάλλουν και πετάχτηκε να δει τι τρέχει. Δε γινόταν ιταλική
επίθεση, όπως νόμισε, παρά ένας φαντάρος είχε πάλι παγώσει κι έριχναν οι
σύντροφοί του με τα πολυβόλα για να ζεσταθούν οι κάνες και να μπορέσουν μ'
αυτές να θερμάνουν το κοκκαλωμένο σώμα του.
(Χρήστος Ζαλόκωστας, ΠΙΝΔΟΣ, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού,
Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 216)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου