Πηγή: Τσιγγάνοι, οι αιώνιοι ταξιδευτές. (lifesciencefiction.blogspot.com)
Τσιγγάνοι, οι αιώνιοι ταξιδευτές
(απόσπασμα).
της Ευλαμπίας Τσιρέλη
Γλώσσα και καταγωγή
Γνωρίζουμε όλοι τους παράξενους Τσιγγάνους. Είναι εκείνοι οι γεμάτοι πάθος άνθρωποι, οι φωνακλάδες, που μπλέκονται σε φασαρίες, οι «αναρχικοί», που αμολάνε τα παιδιά τους ξυπόλυτα κι αδέσποτα να τρέχουν ελεύθερα στους δρόμους, οι παμπόνηροι, οι κάτοχοι των Datsun φορτωμένα με χαλιά και καρέκλες, οι «διαφορετικοί». Οι Τσιγγάνοι στην Ελλάδα είναι διαφόρων φυλών, και διακρίνονται ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους, την πορεία που ακολούθησαν μετέπειτα, τη γενιά τους, τη διάλεκτό τους, το επαγγέλμα, τον τρόπο ζωής (νομάδες, εδραίοι, ημινομάδες).
Μιλούν την παραδοσιακή διάλεκτο της Ρομανί (ή Ρομανές, «romani chib»), η οποία δεν είναι γραπτή γλώσσα και εικάζεται ότι προέρχεται από τη σανσκριτική και είναι συγγενής των νεοϊνδικών χιντί και παντζαμπί. Το όνομα «Ρομ» σημαίνει «άντρας» στη γλώσσα των Τσιγγάνων. Κυριαρχεί η άποψη ότι προέρχεται από την ινδική λέξη «Dom», που με τη σειρά της στα ινδικά σημαίνει τον άντρα μιας κατώτερης κάστας που τη ζωή του χαρακτηρίζει ο χορός και το τραγούδι. Για πολλά χρόνια, η καταγωγή των Τσιγγάνων ήταν ένα αίνιγμα για τους επιστήμονες. Εντοπίζονταν σε διάφορα μέρη των πέντε ηπείρων με διάφορα ονόματα, όπως: Ζιτάν, Ζιγκόινερ Σιγγάν, Σίνκαρο, Μποέμ, Ναβάρ, Ντομ, Σίμπρους, Κατσίβελοι, Ρόμ κ.α.

Οι Τσιγγάνοι διακρίνονται σε δυο ομάδες, την Ανατολική και τη Δυτική. Σήμερα η γλώσσα της δυτικής ομάδας είναι πολύ επηρεασμένη από την ελληνική, επειδή στην Ελλάδα πραγματοποίησαν τη μονιμότερη εγκατάστασή τους σχετικά με άλλες χώρες. Λέξεις όπως ντρομ(δρόμος), καρφίν(καρφί), κλιντί(κλειδί), πέταλος(πέταλο), βαμόνι(αμόνι) και ισβιρί(σφυρί) αποτελούν ισχυρές ενδείξεις. Μπορεί κανείς να συναντήσει στην Ελλάδα Τσιγγάνες με ελιές-τατουάζ ανάμεσα στα φρύδια. Αυτό είναι γιατί υπάρχει η άποψη ότι κατάγονται από την Ινδία. Κατά τον Ρ. Λ. Τάρνερ, οι Τσιγγάνοι έφυγαν από την κεντρική Ινδία γύρω στα 300 π.Χ. Μετανάστευσαν στη βορειοδυτική, όπου και εγκαταστάθηκαν για χίλια χρόνια περίπου. Από παλιά περσικά κείμενα, που συνδυάζουν ιστορία και μύθο, οι ιστορικοί συμπεραίνουν ότι μεγάλος αριθμός Τσιγγάνων φτάνει στην Περσία στα μέσα του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα. Ορισμένες ομάδες κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά και τα νοτιοανατολικά και άλλες προς τα βορειοδυτικά.


.


Ενάντια στον «πολιτισμό».
Τους ρωτούν «Από πού είστε;» κι απαντούν πολύ απλά, όπου κι αν βρίσκονται «Από ‘δώ». Την ίδια γραμμή ακολουθούν και με τη θρησκεία. Συνήθως είναι οπαδοί της κατά τόπου επικρατούσας θρησκείας. Οι νόμοι του αστικού δικαίου και η αστυνομία είναι των «άλλων», δεν έχουν σχέση μ’ αυτούς και πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, «να τα βρίσκουν μόνοι τους, μεταξύ τους», να μην αφήνουν τους «άλλους» να παρεμβαίνουν στις διαφορές τους, στη ζωή τους. Ο άγραφος «νόμος της σιωπής», που επιτάσσει να μην κοινοποιούνται τα μυστικά της κοινότητας στους «άλλους», είναι απαράβατος και όποιος τον καταπατήσει θα βρεθεί αντιμέτωπος με ολόκληρη την τσιγγάνικη ομάδα.

Στους καταυλισμούς τους, όπως αυτοί διαμορφώνονται στην Ελλάδα, οι παράγκες των συγγενών είναι η μια δίπλα στη άλλη. Παλιά τα τσαντίρια ήταν τοποθετημένα ολόγυρα στο χώρο σχηματίζοντας κύκλο. Ο κύκλος αυτός πιθανόν να δήλωνε μια ανάγκη σύστασης και διασφάλισης της συλλογικότητας, στο πλαίσιο της οποίας καλλιεργούνταν και αναπτύσσονταν οι σχέσεις της ομάδας στην καθημερινή ζωή. Ο κενός χώρος στο κέντρο του κύκλου, ήταν ο τόπος όπου γίνονταν όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις της ομάδας. Τώρα, ανοίγοντας την πόρτα δεν αντικρίζουν το δικό τους άνθρωπο. Οι περισσότεροι στις μέρες μας επιθυμούν ένα σπίτι, αλλά λένε χαρακτηριστικά: «Άμα ξέραμε ότι έχουμε ένα σπίτι, θα μέναμε, δε θα φεύγαμε. Θα πηγαίναμε ταξίδι(!) και μετά θα ερχόμασταν πάλι…».
Γάμοι κι έθιμα.
Όσο για τους περίφημους γάμους τους, οι γονείς από νωρίς φροντίζουν να βρουν ταίρι για το παιδί τους. Έχει τύχει γονείς να έχουν δώσει λόγο να παντρέψουν τα παιδιά τους όταν αυτά ήταν 3-4 χρονών, μόνο και μόνο επειδή τα είδαν να παίζουν μαζί. Οι συμφωνίες γίνονται ανάμεσα στα συμπεθεριά και σε ηλικία 13-16 ετών τελούνται οι αρραβώνες και σε μερικούς μήνες ο γάμος, ο οποίος δε συνοδεύεται απαραίτητα και από στέψη. Το κορίτσι ανήκει στον πατέρα και μεταβιβάζεται στο σύζυγο. Μετά το γάμο η νύφη ζει στο σπίτι του γαμπρού . Κατά τον αρραβώνα γίνεται μεγάλο γλέντι και όλοι οφείλουν να προσφέρουν δώρα στο ζευγάρι. Η νύφη πρέπει να δεχτεί δώρα από όλα τα μέλη της νέας της οικογένειας, να τα φορέσει όλα επάνω της ως απόδειξη της αποδοχής της εκ μέρους τους. Το κάθε κόσμημα συμβολίζει και την αγάπη του μέλους από το σόι του γαμπρού που το προσφέρει και το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον άντρα. Οι Τσιγγάνοι μπορεί να μην έχουν καθόλου χρήματα, μπορεί να ζουν με την επαιτεία, να στερούνται τις στοιχειώδεις ανέσεις, να περπατούν ξυπόλυτοι, αλλά κοσμήματα χρυσά θα έχουν πάντα. Είναι τα δώρα που τους χάρισαν οι δικοί τους σαν ένα σύμβολο αγάπης και αποδοχής, πάντα θα θυμίζουν στο νεαρό άτομο που τα φορά το πρόσωπο που του τα χάρισε.



Η ώρα του παραμυθιού για τους Ρομ είναι σχεδόν ιερή. Συγκεντρώνονται όλοι μαζί για να το ακούσουν ή να το διηγηθούν. Προϋπόθεση είναι η παρουσία ακροατηρίου. Δίχως αυτό απειλείται η ζωτικότητα της αφήγησης και εν τέλει χάνεται και ο σκοπός της, διότι είναι απαραίτητο να παρεμβαίνει το ακροατήριο στη ροή του μύθου. Εδώ οι πρωταγωνιστές των παραμυθιών μεταλλάσσονται και οι πράξεις τους προσαρμόζονται στη σύγχρονη ζωή. Πριγκίπισσες κατεβαίνουν στο δρόμο και παίρνουν ταξί και γενναίοι ήρωες φτάνουν στη μάχη με τις μοτοσικλέτες τους. Η Χιονάτη γίνεται Ροζαλίντα, Μιλάγκρος ή Ερατώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου